- μελανοφορώ
- μελανοφορῶ, -έω (ΑM, Μ και μελανηφορῶ και μελαμφορῶ) [μελανοφόρος]φορώ μαύρα, πένθιμα ενδύματα, μαυροφορώμσν.ντύνω κάποιον ή κάτι με μαύρα ενδύματα, διακοσμώ πένθιμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελαμφορώ — μελαμφορῶ, έω (Μ) βλ. μελανοφορώ … Dictionary of Greek
μελανηφορώ — (Μ μελανηφορῶ, έω) βλ. μελανοφορώ … Dictionary of Greek